φωσφορισμός — Φωσφορίζουσες ονομάζονται οι ουσίες που όταν εκτεθούν σε μια ακτινοβολία, εκπέμπουν φως για ένα, μεγαλύτερο ή μικρότερο, χρονικό διάστημα. Ο φ. ερμηνεύεται όπως και ο φθορισμός. Η προσπίπτουσα ακτινοβολία προκαλεί στα άτομα και στα μόρια της… … Dictionary of Greek
θάλασσα — Το σύνολο του όγκου του αλμυρού νερού που καλύπτει τις κοιλότητες της γήινης επιφάνειας και επιτρέπει να προβάλλουν η ηπειρωτική ξηρά και τα νησιά. Με την περιορισμένη έννοια, ο όρος υποδηλώνει ένα οποιοδήποτε, πολύ ή λίγο, ευρύ τμήμα του ίδιου… … Dictionary of Greek
νυκτιλύκη — (Noctiluca miliaris ή Scintillans). Θαλάσσιο πρωτόζωο της τάξης των δινομαστιγωτών, της ομοταξίας των μαστιγοφόρων ή μαστιγωτών. Το ζώο αυτό, που αποτελείται από ένα μοναδικό σφαιρικό κύτταρο διαμέτρου 0,5 1 χιλιοστό, είναι προικισμένο μ’ ένα… … Dictionary of Greek
συμβίωση — Ιδιαίτερη μορφή σχέσης μεταξύ δύο ή περισσότερων ζωικών ή φυτικών οργανισμών που ανήκουν σε διαφορετικά είδη. Η σ. λέγεται αμοιβαία όταν αποβαίνει σε όφελος διάφορων συμβιούντων ατόμων, που αλληλοβοηθούνται· αντίθετα λέγεται ανταγωνιστική όταν… … Dictionary of Greek
φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… … Dictionary of Greek
φωσφόρισμα — το, Ν [φωσφορίζω] φωσφορισμός … Dictionary of Greek
φωτογονία — η, ΝΑ [φωτογόνος] παραγωγή φωτός νεοελλ. 1. φωτογένεια 2. φωσφορισμός … Dictionary of Greek
αβυσσική πανίδα — Το σύνολο των θαλάσσιων οργανισμών που ζουν στα μεγάλα βάθη, σε περιβάλλον που δεν έχει καθόλου φως και επομένως ούτε βλάστηση. Οι προσπάθειες που επί έναν περίπου αιώνα έκαναν οι επιστήμονες για να εξερευνήσουν τις θαλάσσιες αβύσσους περίπου από … Dictionary of Greek
τελεόστεοι — Υφομοταξία ψαριών, που ονομάζονται έτσι επειδή ο σκελετός τους είναι λιγότερο ή περισσότερο οστεοποιημένος. Στη σύγχρονη ταξινόμηση οι τ. περιλαμβάνονται στην ομοταξία των οστεϊχθύων, επειδή ολόκληρη η ομάδα των ψαριών αυτών χαρακτηρίστηκε ως… … Dictionary of Greek
φωσφόριαμα — το, ατος φωσφορισμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)